Το "malicioso" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα (IPA) είναι [ma.liˈsi.θo].
Η λέξη "malicioso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει κακόβουλες προθέσεις ή είναι σκόπιμα πονηρός. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται και σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα, κυρίως για να αναφερθεί σε ενέργειες ή συμπεριφορές που έχουν σκοπό να βλάψουν ή να διαστρεβλώσουν την αλήθεια. Ως προς τη συχνότητά της, η λέξη "malicioso" χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό κείμενο και σε νομικά επίσημα έγγραφα.
Το λογισμικό είχε ένα κακόβουλο κώδικα που κατέστρεψε το σύστημα.
Su comportamiento fue considerado malicioso por todos.
Η λέξη "malicioso" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Κακόβουλος όπως μια αλεπού.
No caer en la trampa de los comentarios maliciosos.
Να μην πέσεις στην παγίδα των κακόβουλων σχολίων.
Su risa tenía un toque malicioso.
Το γέλιο του είχε μια κακόβουλη απόχρωση.
Malicioso en sus intenciones, siempre buscaba la manera de perjudicar.
Κακόβουλος στις προθέσεις του, πάντα έψαχνε τρόπους να βλάψει.
Las noticias maliciosas pueden dañar la reputación de una persona.
Η λέξη "malicioso" προέρχεται από το λατινικό "malitiosus", το οποίο είναι παράγωγο του "malitia", που σημαίνει "κακία" ή "κακή πρόθεση".
Συνώνυμα: - Nefasto - Perverso
Αντώνυμα: - Benévolo (καλόβουλος) - Innocente (αθώος)