Η λέξη "malla" είναι ουσιαστικό.
/hɪˈɲoʊ/.
Η λέξη "malla" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα δίχτυ ή πλέγμα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εφαρμογές, όπως στη γεωργία, την αλιεία, τον αθλητισμό και τη βιοτεχνία. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικές και γραπτές επικοινωνίες, με μια σταθερή συχνότητα χρήσης.
La malla se utiliza para atrapar peces en el río.
(Το δίχτυ χρησιμοποιείται για να συλλαμβάνει ψάρια στο ποτάμι).
La empresa fabrica mallas para la construcción.
(Η επιχείρηση κατασκευάζει δίχτυα για την οικοδομή).
Η λέξη "malla" δεν αποτελεί μέρος ιδιαίτερων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένα εμπεδωμένα πλαίσια που αφορούν τη χρήση δίχτυα. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Estar en la malla
(Είναι στο δίχτυ) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι παγιδευμένος σε μια κατάσταση.
Echar una malla
(Να ρίξεις ένα δίχτυ) - Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να πιάσει ή να προσκαλέσει άλλους σε μια συνεργασία.
Hacer mallas
(Να κάνεις πλέγματα) - Συχνά αναφέρεται στη διαδικασία κατασκευής σύνθετων δικτύων για διάφορους σκοπούς.
Η λέξη "malla" προέρχεται από το λατινικό "mālleus", που σημαίνει πλατύ ή επίπεδο πλέγμα.
Συνώνυμα: πλέγμα, δίχτυ, γάζα.
Αντώνυμα: πυκνό, συμπαγές, αδιάσπαστο.