Το "malquistar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /malkiˈstar/
Η λέξη "malquistar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει την πράξη του να δημιουργείς μια κατάσταση δυσαρέσκειας, ή να κάνεις κάποιον να αισθάνεται απογοητευμένος. Έχει συνήθως μια αρνητική χροιά. Αν και δεν είναι από τις πιο συχνές λέξεις στην καθημερινή γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιο συχνά στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ύφος καθημερινής συζήτησης.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- No quería malquistar a sus amigos, así que se disculpó.
Δεν ήθελε να κακομάθει τους φίλους του, οπότε ζήτησε συγγνώμη.
Η λέξη "malquistar" δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές φράσεις για να αναδείξει ανώμαλες ή δύσκολες καταστάσεις.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- A veces, malquistar a alguien puede llevar a conflictos innecesarios.
Κάποιες φορές, το να κακομάθεις κάποιον μπορεί να οδηγήσει σε περιττές συγκρούσεις.
Es fácil malquistar a las personas si no se tiene cuidado con las palabras.
Είναι εύκολο να κακομάθεις τους ανθρώπους αν δεν προσέχεις με τα λόγια.
Malquistar a un grupo frente a otro solo trae problemas.
Το να κακομάθεις μια ομάδα απέναντι σε μια άλλη φέρνει μόνο προβλήματα.
Η λέξη "malquistar" προέρχεται από το πρόθεμα "mal-", που σημαίνει "κακό" ή "λάθος", και "quistar", που πιθανώς συνδέεται με την ιδέα του κατευνασμού ή της ικανοποίησης. Η σύνθεση αυτών των στοιχείων δημιουργεί την έννοια της κακής διαχείρισης μιας σχέσης ή κατάστασης.
Συνώνυμα: - descontentar (να απογοητεύεις) - enojar (να θυμώνεις)
Αντώνυμα: - complacer (να ικανοποιείς) - alegrar (να χαροποιείς)