Το "maltratado" είναι επίθετο.
[maltɾaˈtaðo]
Η λέξη "maltratado" προέρχεται από το ρήμα "maltratar", που σημαίνει "να κακομεταχειρίζεσαι" ή "να κακοποιείς". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος έχει υποστεί κακοποίηση ή κακή μεταχείριση, είτε σωματική, ψυχολογική είτε οικονομική.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικές ή κοινωνικές αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν την κακοποίηση.
Τα κακοποιημένα ζώα χρειάζονται επείγουσα προσοχή.
Muchas personas maltratadas no denuncian su situación.
Η λέξη "maltratado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά θα μπορούσαμε να τη δούμε σε φράσεις που σχετίζονται με την κακοποίηση ή την προστασία των θυμάτων.
Ο νόμος προστατεύει τους κακοποιημένους στην κοινωνία.
Es importante dar voz a los maltratados que no pueden hablar.
Είναι σημαντικό να δώσουμε φωνή στους κακοποιημένους που δεν μπορούν να μιλήσουν.
Los niños maltratados requieren especial atención en las escuelas.
Τα κακοποιημένα παιδιά απαιτούν ειδική προσοχή στα σχολεία.
Las organizaciones luchan por los derechos de los maltratados.
Η λέξη "maltratado" προέρχεται από το ρήμα "maltratar", που σχηματίζεται από το πρόθημα "mal-" (κακός) και το ρηματικό "tratar" (να μεταχειρίζεσαι).
Συνώνυμα: - abusado (κακοποιημένος) - agredido (θυματοποιημένος)
Αντώνυμα: - tratado (μεταχειρισμένος καλά) - cuidado (προστατευμένος)