Η λέξη "maltrecho" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος ή κάτι είναι χτυπημένος, τραυματισμένος ή σε άσχημη κατάσταση. Συνήθως αναφέρεται σε φυσική κατάσταση, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει ανθρώπους ή καταστάσεις που είναι ψυχολογικά ή κοινωνικά πλήττονται. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα ή άρθρα που σχετίζονται με την ψυχολογία και την υγεία.
El soldado regresó maltrecho de la batalla.
(Ο στρατιώτης επέστρεψε χτυπημένος από τη μάχη.)
Después de la caída, se sintió maltrecho y cansado.
(Μετά την πτώση, ένιωσε καταπονημένος και κουρασμένος.)
Αν και η λέξη "maltrecho" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα.
"Andar maltrecho de ánimo"
(Να είσαι χτυπημένος στο πνεύμα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει κακή ψυχολογική κατάσταση.
"Estar maltrecho por el estrés"
(Να είσαι καταπονημένος από το άγχος.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει καταπιεστεί ψυχολογικά λόγω επαγγελματικών ή προσωπικών πιέσεων.
"Dejar a alguien maltrecho"
(Να αφήσεις κάποιον χτυπημένο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κάποιου που έχει υποστεί συναισθηματική ή ψυχολογική βλάβη.
Η λέξη "maltrecho" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα και πιθανόν συντίθεται από το πρόθεμα "mal-" (κακό, κακώς) και το ρήμα "trechar", το οποίο μπορεί να σημαίνει "χτυπώ" ή "τραυματίζω". Η χρήση του πρόθεματος προσδίδει μια αρνητική σημασία στην κατάσταση που περιγράφει.
dañado (κατεστραμμένος)
Αντώνυμα: