Το "mamarracho" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ma.maˈra.tʃo]
Η λέξη "mamarracho" χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και αναφέρεται στην ιδέα ενός ανθρώπου ή μίας κατάστασης που θεωρείται γελοία ή αστεία. Συχνά, η λέξη μεταφέρει την έννοια κάποιου που ενεργεί με ανόητο ή εξωφρενικό τρόπο.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στις ανεπίσημες συζητήσεις και ομιλίες, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου οι ομιλητές χρησιμοποιούν καθημερινή γλώσσα.
Το φόρεμα που φοράει είναι γελοίο.
No me gusta su actitud, parece un mamarracho.
Δεν μου αρέσει η συμπεριφορά του, φαίνεται σαν γελωτοποιός.
Ese espectáculo fue un mamarracho total.
Η λέξη "mamarracho" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυάζεται σε φράσεις που εκφράζουν αηδία ή περιφρόνηση.
Μην κάνεις τον γελωτοποιό δημόσια.
Ese tipo siempre aparece haciendo mamarrachos.
Αυτός ο τύπος πάντα εμφανίζεται κάνοντας αστείες γκριμάτσες.
Pasó de ser un artista a un simple mamarracho.
Πέρασε από καλλιτέχνης σε απλό γελωτοποιό.
La fiesta se convirtió en un mamarracho total.
Το πάρτι μετατράπηκε σε μια πλήρη γελοιότητα.
Sus comentarios son un mamarracho, no tienen sentido.
Η προέλευση της λέξης "mamarracho" δεν είναι απόλυτα σαφής, αλλά πιθανότατα προέρχεται από τη λατινική λέξη "marmoracius" που σημαίνει "γελοίος" ή "αδύναμος".
Συνώνυμα: - buffón (γελωτοποιός) - payaso (κλόουν, γελωτοποιός)
Αντώνυμα: - serio (σοβαρός) - formal (επίσημος)