Το "mampara" είναι ουσιαστικό.
/ mamˈpaɾa /
Η λέξη "mampara" αναφέρεται κυρίως σε ένα διαχωριστικό ή παραβάν που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ιδιωτικότητα ή να χωρίσει χώρους. Είναι συνηθισμένη στη χρήση γραφείων, σπίτια και δημοσίους χώρους. Χρησιμοποιείται συχνά και σε βιομηχανικά περιβάλλοντα.
Η χρήση της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει ανάλογα με τον τόπο και το επαγγελματικό περιβάλλον.
Se colocó una mampara en la oficina para mayor privacidad.
Έβαλε ένα διαχωριστικό στο γραφείο για περισσότερη ιδιωτικότητα.
La mampara del baño es muy elegante.
Το παραβάν του μπάνιου είναι πολύ κομψό.
Necesitamos una mampara para el espacio de trabajo.
Χρειαζόμαστε ένα διαχωριστικό για το χώρο εργασίας.
Η λέξη "mampara" δεν είναι ιδιωματική από μόνη της, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις με ιδιαίτερη σημασία.
Detrás de la mampara hay mucha creatividad.
Πίσω από το παραβάν υπάρχει πολλή δημιουργικότητα. (Σημαίνει ότι υπάρχουν κρυφές ή απροσδόκητες δυνατότητες.)
A veces, la mampara es solo un obstáculo en el camino.
Κάποιες φορές, το παραβάν είναι μόνο ένα εμπόδιο στον δρόμο. (Αναφέρεται σε κρυφές δυσκολίες που μπορεί να υπάρχουν.)
Con una mampara, se puede tener más espacio.
Μέσω ενός διαχωριστικού, μπορείς να έχεις περισσότερη χώρο. (Σημαίνει ότι η οργάνωση χώρου είναι σημαντική.)
Η λέξη "mampara" προέρχεται από την αραβική λέξη "مَنْبَر" (manbar), που σημαίνει "βήμα" ή "μαύρη γραμμή", μέσω της ισπανικής γλώσσας.
división (διαχωρισμός)
Αντώνυμα: