Η λέξη "mana" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mana" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ˈmana/.
Η λέξη "mana" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "μανά" ή "μάνα". Η μετάφραση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο.
Στα Ισπανικά, η λέξη "mana" συχνά αναφέρεται στη μητέρα, ιδιαίτερα σε οικογενειακά ή οικεία συμφραζόμενα. Έχει μια συναισθηματική φορτία και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε κάποιες γραπτές περιπτώσεις.
"Maná, ¿me puedes ayudar con la tarea?"
"Μάνα, μπορείς να με βοηθήσεις με τη δουλειά;"
"Siempre recuerdo las canciones que me cantabas, maná."
"Πάντα θυμάμαι τα τραγούδια που μου έκανες, μάνα."
Η λέξη "mana" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που περιγράφουν τη μητρική φροντίδα ή τη στοργή.
"No hay amor como el de una maná."
"Δεν υπάρχει αγάπη σαν τη μαμά."
"Maná, siempre serás mi fortaleza."
"Μάνα, πάντα θα είσαι η δύναμή μου."
"Un consejo de maná es oro."
"Μια συμβουλή από τη μαμά είναι χρυσάφι."
Η λέξη "mana" προέρχεται από την ελληνική λέξη "μάνα" που σημαίνει "μητέρα". Αναφέρεται σε μια γυναίκα που έχει τη ρόλο της μητέρας και είναι υπεύθυνη για τη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών.