Το "manantial" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /manaˈtjɑl/
Η λέξη "manantial" αναφέρεται σε μια φυσική πηγή ή ρεύμα νερού που αναβλύζει από το έδαφος. Χρησιμοποιείται συνήθως σε γεωγραφικά και περιβαλλοντικά συμφραζόμενα για να περιγράψει πηγές που παρέχουν νερό, συχνά χρησιμοποιούμενες για άρδευση ή κατάλληλες για κατανάλωση. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε κείμενα που σχετίζονται με γεωγραφία, περιβάλλον και φυσικούς πόρους.
El manantial provee agua fresca a la comunidad.
(Η πηγή παρέχει φρέσκο νερό στην κοινότητα.)
Caminamos hasta el manantial para llenar nuestras botellas.
(Περπατήσαμε μέχρι την πηγή για να γεμίσουμε τα μπουκάλια μας.)
Los manantiales son esenciales para la vida silvestre en la región.
(Οι πηγές είναι ζωτικής σημασίας για την άγρια ζωή στην περιοχή.)
Στη χρήση της ισπανικής γλώσσας, η λέξη "manantial" ενδέχεται να μην είναι συχνά εμπλεκόμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με νερό ή πηγές. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Αναφέρεται σε κάτι που παρέχει έμπνευση ή δημιουργική δόση.
Ser un manantial de ideas.
(Να είσαι πηγή ιδεών.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει άφθονες καλές ιδέες.
Manantial de conocimientos.
(Πηγή γνώσεων.)
Η λέξη "manantial" προέρχεται από το λατινικό "manantialis", που σχετίζεται με το ρήμα "manare", που σημαίνει "να ρέει" ή "να αναβλύζει".
Συνώνυμα: - fuente (πηγή) - manadero (πηγή νερού)
Αντώνυμα: - desierto (έρημος) - sequía (ξηρασία)