Η λέξη manceba είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /manˈθe.βa/
Η λέξη manceba αναφέρεται σε μία γυναίκα που είναι ερωμένη ή μόνιμη σύντροφος ενός άνδρα, χωρίς να είναι παντρεμένη μαζί του. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα για να περιγράψει τη σχέση αυτή. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, κυρίως σε γραπτό λόγο και κλασικές αναφορές. Στον σύγχρονο προφορικό λόγο, έχει αντικατασταθεί από πιο σύγχρονες εκφράσεις ή λέξεις.
(Ο άνδρας ζούσε με την ερωμένη του σε ένα απομακρυσμένο σπίτι.)
La manceba del poeta siempre inspiraba sus versos.
Η λέξη manceba χρησιμοποιείται περιστασιακά σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Σημαίνει ότι κάποιος έχει μια μόνιμη σχέση με μία γυναίκα χωρίς να είναι παντρεμένος.
La manceba del rey era famosa en la corte.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κοινωνική θέση και την αναγνωρισιμότητα μιας ερωμένης.
A veces, la manceba es más importante que la esposa.
Η λέξη manceba προέρχεται από την αραβική λέξη منكبة (mankaba) που σημαίνει "αδελφή ή φίλη". Στα ισπανικά, εξελίχθηκε για να σημαίνει γυναίκα που διατηρεί εξωσυζυγική σχέση.
Η λέξη manceba αποτελεί μέρος της πολιτιστικής και κοινωνικής κληρονομιάς των Ισπανόφωνων χωρών και χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα.