Mancebo είναι ουσιαστικό.
/manˈθeβo/ (στις περιοχές όπου η "c" προφέρεται ως [θ], όπως στη Μαδρίτη) και /mɒnˈseɪboʊ/ (στις περιοχές όπου η "c" προφέρεται ως [s]).
Στα Ισπανικά, η λέξη mancebo αναφέρεται συνήθως σε ένα νεαρό άνδρα ή αγόρι. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο επίσημα ή παραδοσιακά συμφραζόμενα. Η λέξη συναντάται συχνά σε κείμενα που αναφέρονται σε θέματα όπως η νεότητα, η ζωή και οι σχέσεις.
Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συνομιλίες, αν και σε πιο χιουμοριστικά ή σατιρικά συμφραζόμενα.
El mancebo decidió estudiar para ser médico.
(Ο νεαρός αποφάσισε να σπουδάσει για να γίνει γιατρός.)
Una vez vi a un mancebo muy talentoso en el taller.
(Μια φορά είδα έναν πολύ ταλαντούχο νεαρό στο εργαστήριο.)
El mancebo siempre tiene una sonrisa en su rostro.
(Ο νεαρός πάντα έχει ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.)
Η λέξη mancebo μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι εξαιρετικά κοινές. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε παροιμίες ή παρακαταθήκες.
"El mancebo no sabe lo que quiere."
(Ο νεαρός δεν ξέρει τι θέλει.)
"Entre mancebos se entienden."
(Μέσα στους νέους καταλαβαίνονται μεταξύ τους.)
"Un mancebo con sueños grandes."
(Ένας νεαρός με μεγάλα όνειρα.)
"Los consejos de un mancebo son valiosos."
(Οι συμβουλές ενός νέου είναι πολύτιμες.)
Η λέξη mancebo προέρχεται από το λατινικό mancepus, που σημαίνει "νεαρός" ή "στην εφηβεία". Η ρίζα του σχετίζεται με την ιδέα της νεότητας και πιθανώς αναφέρεται σε νέα αγόρια που αναζητούν την ενηλικίωσή τους.
Συνώνυμα: - joven (νέος) - chico (αγόρι)
Αντώνυμα: - anciano (ηλικιωμένος) - maduro (ώριμος)