Η λέξη mancha είναι ουσιαστικό (feminine noun).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης mancha στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι [ˈmantʃa].
Η λέξη mancha σημαίνει "λεκές" ή "κηλίδα", αναφερόμενη σε μια ακαθαρσία ή μια αλλοίωση στην επιφάνεια ενός αντικειμένου ή υλικού. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που ένα ρούχο ή μια επιφάνεια έχουν μολυνθεί από κάποιο υλικό.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, όμως στην καθημερινότητα συναντάται πιο συχνά στο προφορικό.
Πώς μπορώ να αφαιρέσω αυτήν την κηλίδα από το πουκάμισό μου;
La mancha de tinta dejó un rastro en la hoja.
Η λέξη mancha χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Αναφέρεται σε μια αρνητική σημείωση ή ελάττωμα σε κάποιο επίσημο έγγραφο ή βιογραφικό.
Borrar la mancha: Να σβήσεις τον λεκέ.
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να αναφερθεί στην εξάλειψη κάποιου προβλήματος ή δυσκολίας.
Echar una mancha en la reputación de alguien: Να ρίξεις έναν λεκέ στη φήμη κάποιου.
Η λέξη mancha προέρχεται από το λατινικό "mancare", το οποίο σημαίνει "να αγγίξει" ή "να βρωμίσει".
manchón (κηλίδα).
Αντώνυμα: