Η λέξη "manchado" είναι ένα επίθετο.
/mãnˈt͡ʃaðo/
Η λέξη "manchado" προέρχεται από το ρήμα "manchar", που σημαίνει "να λερώσεις" ή "να κάνεις στίγματα". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει αποκτήσει λεκέδες ή μπέρδεμα, είτε κυριολεκτικά (π.χ., ένα ρούχο που έχει λεκέδες) είτε μεταφορικά (π.χ., φήμη που έχει πληγεί). Η χρήση της λέξης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El vestido está manchado de vino.
(Το φόρεμα είναι λερωμένο με κρασί.)
Su reputación está manchada por rumores.
(Η φήμη του είναι λερωμένη από φήμες.)
La mesa estaba manchada de comida.
(Το τραπέζι ήταν λερωμένο με φαγητό.)
Η λέξη "manchado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιγράφουν καταστάσεις που σχετίζονται με βλάβες ή ζημιές, τόσο σε φυσικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο φήμης ή εικόνας.
Tener la imagen manchada.
(Να έχεις τη φήμη σου λερωμένη.)
Αυτό σημαίνει ότι η φήμη ή η εικόνα κάποιου έχει πληγεί.
Manchar el honor.
(Να λερώσεις την τιμή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγραφεί μια κατάσταση που πλήγει την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου.
Quedarse manchado en la vida.
(Να μείνεις λερωμένος στη ζωή.)
Αναφέρεται σε κάποιον που έχει υποστεί ζημία στη φήμη του ή έχει αποκτήσει μια κακή εικόνα.
Η λέξη "manchado" προέρχεται από το ρήμα "manchar", που προέρχεται από το λατινικό "mancare", που σημαίνει "να μολύνω" ή "να βρωμώ".