Το ρήμα mancillar χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να περιγράψει την πράξη του να βεβηλώνεις ή να καταστρέφεις κάτι, συχνά με αρνητική σημασία που σχετίζεται με την προσβολή ή τη διαφθορά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γράμματα και λόγια αλλά και σε προφορικές συζητήσεις, αν και είναι πιο συνήθως συναντάται στο γραπτό κείμενο.
La noticia mancilla la reputación de la empresa.
(Η είδηση προσβάλλει τη φήμη της επιχείρησης.)
No quiero mancillar mi honor por un error.
(Δεν θέλω να βεβηλώσω την τιμή μου λόγω ενός λάθους.)
El vandalismo mancilla la belleza del lugar.
(Ο βανδαλισμός καταστρέφει την ομορφιά του τόπου.)
“No se debe mancillar la memoria de aquellos que han luchado por la justicia.”
(Δεν πρέπει να βεβηλώνουμε τη μνήμη εκείνων που έχουν αγωνιστεί για τη δικαιοσύνη.)
“Es una pena mancillar un legado tan importante para la cultura.”
(Είναι κρίμα να προσβάλλουμε μια τέτοια σημαντική κληρονομιά για τον πολιτισμό.)
“No voy a mancillar mi palabra, siempre cumpliré mis promesas.”
(Δεν θα βεβηλώσω την υπόσχεσή μου, πάντα θα τηρώ τις υποσχέσεις μου.)
Η λέξη mancillar πιθανότατα προέρχεται από το λατινικό mancillare, που σημαίνει "να βεβηλώνεις ή να προσβάλλεις".
Deshonrar (να προσβάλλεις την τιμή)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης mancillar στην ισπανική γλώσσα.