Η λέξη "manco" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/mãŋ.ko/
Η λέξη "manco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει αναπηρία ή έλλειψη στο χέρι ή στο χέρι. Στην ισπανική γλώσσα, αν και μπορεί να έχει μια όχι πολύ θετική χροιά, χρησιμοποιείται σε ευρύτερα κοινωνικά και ιατρικά πλαίσια.
Η χρήση της λέξης στον προφορικό και γραπτό λόγο είναι συχνή, αν και η σημασία της μπορεί να είναι πιο ευαίσθητη, και οι εναλλακτικές περιγραφές προτιμώνται περισσότερο.
El manco estaba sentado en el parque.
Ο μάνκος καθόταν στο πάρκο.
Mis amigos nunca se burlaron de mí por ser manco.
Οι φίλοι μου ποτέ δεν κορόιδεψαν εμένα επειδή είμαι μάνκος.
Η λέξη "manco" δεν είναι πολύ συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες παραλλαγές που περιλαμβάνουν την έννοια της έλλειψης ή της αδυναμίας.
1. Estar manco de recursos.
Να είσαι μάνκος από πόρους (να έχεις έλλειψη πόρων).
No tengo un manco de talento.
Δεν έχω ένα μάνκο ταλέντου (δεν μου λείπει το ταλέντο).
Su discurso fue un manco en la presentación.
Ο λόγος του ήταν ένας μάνκος στην παρουσίαση (μη ολοκληρωμένος).
Η λέξη "manco" προέρχεται από το λατινικό "māncus", που αναφέρεται σε κάποιον που έχει αναπηρία ή που έχει χάσει ένα μέλος.
Συνώνυμα: - Discapacitado (άτομο με αναπηρία) - Inhabilitado (ακατάλληλος)
Αντώνυμα: - Completo (ολοκληρωμένος) - Integro (ακέραιος)