Το "mandado" είναι ουσιαστικό και μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως μετοχή παθητικού.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [manˈðaðo]
Στα Ισπανικά, η λέξη "mandado" αναφέρεται γενικά σε μια εντολή, μια παραγγελία ή μια αποστολή που έχει δοθεί σε κάποιον. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει εντολές που δίνονται από ανώτερους ή αρχές. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινή σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα.
El jefe me dio un mandado para entregar documentos importantes.
(Ο προϊστάμενος μου έδωσε μια εντολή να παραδώσω σημαντικά έγγραφα.)
Mi madre siempre me manda hacer el mandado del supermercado.
(Η μητέρα μου πάντα μου δίνει την παραγγελία να κάνω τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ.)
Recibí un mandado del tribunal para comparecer en juicio.
(Έλαβα μια εντολή από το δικαστήριο να παρουσιαστώ σε δίκη.)
Η λέξη "mandado" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Estar de mandado
Σημαίνει ότι κάποιος είναι απασχολημένος με τις εντολές ή τις παραγγελίες άλλων.
(Αυτή τη στιγμή είμαι απασχολημένος με τις εντολές του αφεντικού μου.)
Mandados y encargos
Αναφέρεται στις διάφορες εντολές και παραγγελίες που έχει κάποιος.
(Έχω πολλές εντολές και παραγγελίες που χρειάζονται την προσοχή μου σήμερα.)
Hacer el mandado
Σημαίνει να πάει κανείς να κάνει κάποιες αγορές ή να εκπληρώσει μια αποστολή.
(Θα πάω να κάνω την παραγγελία για το πάρτι.)
Η λέξη "mandado" προέρχεται από το ρήμα "mandar", που σημαίνει "να διατάσσω" ή "να εντέλλω". Έχει ρίζες στο λατινικό "mandare", που σημαίνει "να παραδώσω αρχή" ή "να διατάξω".
Συνώνυμα: - encomienda (αντικείμενο ή αποστολή) - orden (εντολή)
Αντώνυμα: - libre (ελεύθερος) - desobediencia (ανυπακοή)
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "mandado" στα Ισπανικά, καθώς και παραδείγματα και ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με αυτήν.