Mandamiento είναι ουσιαστικό.
/manɪˈðamento/
Η λέξη "mandamiento" αναφέρεται σε μια εντολή ή νόμο που πρέπει να τηρηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και θρησκευτικά πλαίσια, όπως τα Δέκα Εντολές στην χριστιανική παράδοση ή σε κανονισμούς και διατάξεις της νομοθεσίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα και θρησκευτικές αναφορές.
El mandamiento de amar al prójimo es fundamental en la religión.
Η εντολή να αγαπάμε τον διπλανό είναι θεμελιώδης στη θρησκεία.
El juez emitió un mandamiento para detener al acusado.
Ο δικαστής εξέδωσε μια εντολή για να συλληφθεί ο κατηγορούμενος.
El mandato del mandamiento fue claro y obligatorio.
Η εντολή της εντολής ήταν σαφής και υποχρεωτική.
Η λέξη "mandamiento" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Cumplir con el mandamiento.
Να τηρήσεις την εντολή.
(Σημαίνει να ακολουθήσεις τους κανόνες ή να τηρήσεις μια υποχρέωση.)
Bajo el mandamiento de la ley.
Υπό την εντολή του νόμου.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ότι κάποια ενέργεια είναι υποχρεωτική με βάση τον νόμο.)
Dar cumplimiento a un mandamiento.
Να εκτελέσεις μια εντολή.
(Σημαίνει να προχωρήσεις στην εκτέλεση ενός ζητούμενου ή απαραίτητου κανόνα.)
El mandamiento es la base de la moralidad.
Η εντολή είναι η βάση της ηθικής.
(Αναφέρεται στο πώς οι ηθικές αξίες θεμελιώνονται σε γραπτές ή άγραφες εντολές.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "mandar", που σημαίνει "να διατάσσω" ή "να εντέλλω". Η ρίζα του είναι λατινική, από το "mandamentum", που έχει παρόμοια σημασία.
Συνώνυμα: - Orden (διαταγή) - Ley (νόμος) - Precepto (κανονισμός)
Αντώνυμα: - Prohibición (απαγόρευση) - Desobediencia (ανυπακοή) - Libertad (ελευθερία, σε κάποιες περιπτώσεις)
Αυτά είναι τα στοιχεία που σχετίζονται με τη λέξη "mandamiento" στην Ισπανική γλώσσα.