Το "mandar" είναι ρήμα.
/mandaɾ/
Η λέξη "mandar" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δράση του να στείλεις κάτι ή να δώσεις εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι. Είναι ένα κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα με συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Voy a mandar una carta a mi amigo.
Θα στείλω μια επιστολή στον φίλο μου.
Ella me mandó un mensaje de texto.
Αυτή μου έστειλε ένα μήνυμα κειμένου.
El jefe mandó a todos a la reunión.
Ο διευθυντής έδωσε εντολή σε όλους να πάνε στη συνάντηση.
Το "mandar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:
Mandar a alguien al garete.
Να στείλεις κάποιον στον αέρα.
(Σημαίνει να πετάξεις με τις λέξεις ή να εγκαταλείψεις κάποιον.)
Mandar a la porra.
Να στείλεις στην κόλαση.
(Σημαίνει να απορρίψεις ή να αγνοήσεις κάποιον ή κάτι.)
Mandar a hacer puñetas.
Να στείλεις να φύγουν.
(Σημαίνει να πεις σε κάποιον να φύγει ή να πάει κάπου μακριά.)
Mandar un mensaje.
Στέλνω ένα μήνυμα.
(Χρησιμοποιείται συχνά αναφερόμενο σε ψηφιακές επικοινωνίες.)
Mandar el asunto a la conferencia.
Υποβάλλω το θέμα στη διάσκεψη.
(Αναφέρεται στη διαδικασία υποβολής θεμάτων για συζήτηση.)
Mandar a alguien de paseo.
Να στείλεις κάποιον για περίπατο.
(Σημαίνει να απομακρύνεις κάποιον από την κατάσταση.)
Η λέξη "mandar" προέρχεται από το λατινικό "mandare", το οποίο σημαίνει "να δώσεις εντολή", που αποτελείται από τις ρίζες "manus" (χέρι) και "dare" (δίδω).