mandar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mandar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "mandar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/mandaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "mandar" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη δράση του να στείλεις κάτι ή να δώσεις εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι. Είναι ένα κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα με συχνή χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Voy a mandar una carta a mi amigo.
    Θα στείλω μια επιστολή στον φίλο μου.

  2. Ella me mandó un mensaje de texto.
    Αυτή μου έστειλε ένα μήνυμα κειμένου.

  3. El jefe mandó a todos a la reunión.
    Ο διευθυντής έδωσε εντολή σε όλους να πάνε στη συνάντηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "mandar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές:

  1. Mandar a alguien al garete.
    Να στείλεις κάποιον στον αέρα.
    (Σημαίνει να πετάξεις με τις λέξεις ή να εγκαταλείψεις κάποιον.)

  2. Mandar a la porra.
    Να στείλεις στην κόλαση.
    (Σημαίνει να απορρίψεις ή να αγνοήσεις κάποιον ή κάτι.)

  3. Mandar a hacer puñetas.
    Να στείλεις να φύγουν.
    (Σημαίνει να πεις σε κάποιον να φύγει ή να πάει κάπου μακριά.)

  4. Mandar un mensaje.
    Στέλνω ένα μήνυμα.
    (Χρησιμοποιείται συχνά αναφερόμενο σε ψηφιακές επικοινωνίες.)

  5. Mandar el asunto a la conferencia.
    Υποβάλλω το θέμα στη διάσκεψη.
    (Αναφέρεται στη διαδικασία υποβολής θεμάτων για συζήτηση.)

  6. Mandar a alguien de paseo.
    Να στείλεις κάποιον για περίπατο.
    (Σημαίνει να απομακρύνεις κάποιον από την κατάσταση.)

Ετυμολογία

Η λέξη "mandar" προέρχεται από το λατινικό "mandare", το οποίο σημαίνει "να δώσεις εντολή", που αποτελείται από τις ρίζες "manus" (χέρι) και "dare" (δίδω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024