Η λέξη "mandatario" είναι ουσιαστικό.
/hɯ̬n̪daˈtaɾjo/
Η λέξη "mandatario" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει ανατεθεί μια εντολή ή μια αποστολή, συνήθως σε νομικό ή διοικητικό πλαίσιο. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που αφορούν τον νόμο και τις επιχειρήσεις. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αλλά είναι συνηθισμένη κυρίως σε γραπτά κείμενα και ειδικές νομικές συζητήσεις.
El mandatario debe cumplir con sus obligaciones contractuales.
(Ο εκπρόσωπος πρέπει να πληροί τις συμβατικές του υποχρεώσεις.)
Según la ley, el mandatario tiene derechos y responsabilidades.
(Σύμφωνα με το νόμο, ο εντολοδόχος έχει δικαιώματα και ευθύνες.)
Η λέξη "mandatario" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
"Ser mandatario de alguien."
(Να είσαι εκπρόσωπος κάποιου.)
"El mandatario ejecutivo."
(Ο εκτελεστικός εκπρόσωπος.)
"Mandatario a tiempo parcial."
(Εκπρόσωπος μερικής απασχόλησης.)
"El mandato del mandatario."
(Η εντολή του εκπροσώπου.)
"Mandatario de confianza."
(Εκπρόσωπος εμπιστοσύνης.)
Η λέξη "mandatario" προέρχεται από το ρήμα "mandar", που σημαίνει "να παραγγέλλει" ή "να εντολεί". Συνεπώς, "mandatario" αναφέρεται σε αυτόν που παίρνει μια εντολή.
Συνώνυμα: - representante - apoderado
Αντώνυμα: - mandatario (στην περίπτωση ανεξάρτητου ατόμου ή μη αντιπροσώπου) - autónomo (αυτόνομος)