mandato - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

mandato (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "mandato" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

[manˈdato]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "mandato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια εντολή ή εξουσιοδότηση που δίδεται σε κάποιον. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται σε μια επίσημη εντολή που μπορεί να σχετίζεται με πολιτική ή δικαστική διαδικασία. Στην οικονομία, μπορεί να αναφέρεται σε εντολές συνδιαχείρισης ή διαχείρισης επενδύσεων. Στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, είναι κοινά αποδεκτό.

Η συχνότητα χρήσης του "mandato" είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά και πολιτικά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. El mandato del presidente fue claro.
    (Η εντολή του προέδρου ήταν σαφής.)

  2. Necesitamos un mandato para proceder con el proyecto.
    (Χρειαζόμαστε μια εντολή για να προχωρήσουμε με το έργο.)

  3. El juez emitió un mandato de arresto.
    (Ο δικαστής εξέδωσε ένα ένταλμα σύλληψης.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "mandato" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Mandato al pueblo.
    (Εντολή στον λαό.)
  2. Χρησιμοποιείται συνήθως σε πολιτικά συμφραζόμενα για να δηλώσει τη βούληση του λαού.

  3. Cumplir un mandato.
    (Να τηρήσει μια εντολή.)

  4. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει ευθύνη να εκπληρώσει κάτι που του έχει ανατεθεί.

  5. Dar un mandato.
    (Να δώσει μια εντολή.)

  6. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εκδίδει εντολές ή οδηγίες σε άλλους.

  7. Mandato para actuar.
    (Εντολή για δράση.)

  8. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι είναι νόμιμο ή σωστό να ενεργήσει κάποιος βάσει μιας δεδομένης εντολής.

  9. Un mandato expirado.
    (Μια λήξασα εντολή.)

  10. Αναφέρεται σε μια εντολή ή μαντάτο που έχει πλέον παύσει να ισχύει.

Ετυμολογία

Η λέξη "mandato" προέρχεται από το λατινικό "mandatum", που σημαίνει "εντολή". Το "mandatum" είναι παράγωγο του ρήματος "mandare", που σημαίνει "να παραδώσουμε" ή "να παραγγείλουμε".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - encomienda (εντολή) - orden (διαταγή)

Αντώνυμα: - desautorización (ακύρωση εξουσίας) - negativa (άρνηση)



22-07-2024