Το "mandato" είναι ουσιαστικό.
[manˈdato]
Η λέξη "mandato" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια εντολή ή εξουσιοδότηση που δίδεται σε κάποιον. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται σε μια επίσημη εντολή που μπορεί να σχετίζεται με πολιτική ή δικαστική διαδικασία. Στην οικονομία, μπορεί να αναφέρεται σε εντολές συνδιαχείρισης ή διαχείρισης επενδύσεων. Στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, είναι κοινά αποδεκτό.
Η συχνότητα χρήσης του "mandato" είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε νομικά και πολιτικά κείμενα.
El mandato del presidente fue claro.
(Η εντολή του προέδρου ήταν σαφής.)
Necesitamos un mandato para proceder con el proyecto.
(Χρειαζόμαστε μια εντολή για να προχωρήσουμε με το έργο.)
El juez emitió un mandato de arresto.
(Ο δικαστής εξέδωσε ένα ένταλμα σύλληψης.)
Η λέξη "mandato" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρησιμοποιείται συνήθως σε πολιτικά συμφραζόμενα για να δηλώσει τη βούληση του λαού.
Cumplir un mandato.
(Να τηρήσει μια εντολή.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει ευθύνη να εκπληρώσει κάτι που του έχει ανατεθεί.
Dar un mandato.
(Να δώσει μια εντολή.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εκδίδει εντολές ή οδηγίες σε άλλους.
Mandato para actuar.
(Εντολή για δράση.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι είναι νόμιμο ή σωστό να ενεργήσει κάποιος βάσει μιας δεδομένης εντολής.
Un mandato expirado.
(Μια λήξασα εντολή.)
Η λέξη "mandato" προέρχεται από το λατινικό "mandatum", που σημαίνει "εντολή". Το "mandatum" είναι παράγωγο του ρήματος "mandare", που σημαίνει "να παραδώσουμε" ή "να παραγγείλουμε".
Συνώνυμα: - encomienda (εντολή) - orden (διαταγή)
Αντώνυμα: - desautorización (ακύρωση εξουσίας) - negativa (άρνηση)