Η λέξη "mandioca" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mandioca" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /manˈðjoka/.
Η "mandioca" αναφέρεται σε έναν τύπο φυτού, γνωστό κι ως κασάβα ή ταπούι, που είναι γνωστό για τις θρεπτικές ρίζες του. Χρησιμοποιείται κυρίως στη διατροφή, ιδίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Η χρήση της μαντιόκας ποικίλλει από τον παραδοσιακό μέχρι τον σύγχρονο τρόπο στην κουζίνα. Είναι σχετικά κοινή στη γλώσσα Ισπανικά, χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ιδίως σε αγροτικές και γαστρονομικές αναφορές.
Η μαντιόκα είναι βασική τροφή σε πολλές πολιτισμούς.
Es fácil preparar un puré de mandioca.
Είναι εύκολο να ετοιμάσεις πουρέ από μαντιόκα.
Los agricultores cultivan mandioca en grandes cantidades.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η "mandioca" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά τόσο η σημασία της σαν τροφή όσο και η χρήση της στην κουζίνα μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες φράσεις:
"Δεν υπάρχει καλύτερο δείπνο από ένα πιάτο μαντιόκας".
"La mandioca siempre es un buen acompañamiento".
"Η μαντιόκα είναι πάντα μια καλή συνοδευτική επιλογή".
"En estas tierras, la mandioca es oro".
Η λέξη "mandioca" προέρχεται από τη γλώσσα των Ινδιάνων Tupi-Guarani, όπου η λέξη "mandi'ó" αναφερόταν στο ίδιο φυτό.
Αυτός ο συνδυασμός πληροφοριών παρέχει μια σαφή εικόνα για τη λέξη "mandioca" και τις σχετικές της πτυχές.