Part of speech: Verb
Manejar: /ma.neˈxaɾ/
Η λέξη "manejar" στα ισπανικά έχει τις εξής σημασίες: 1. Οδηγώ κάτι (αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, κ.λπ.). 2. Χειρίζομαι ή ελέγχω κάτι. 3. Αντιμετωπίζω, διαχειρίζομαι κάποια κατάσταση.
Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή επικοινωνία, ειδικά σε περιγραφές οδήγησης, εργασιών που αφορούν τη διαχείριση ή τον έλεγχο μιας κατάστασης, και γενικά σε καθημερινές συνομιλίες.
Ορισμένοι από τους χρόνους του ρήματος "manejar" είναι: - Ενεστώτας: manejo - Παρακείμενος: he manejado - Μέλλον: manejaré - Αόριστος: manejé - Υποτακτική: maneje - Παρακείμενη υποτακτική: haya manejado - Προστακτική: maneja
Η μετοχή του ρήματος "manejar" είναι "manejando".
Το ρήμα "manejar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
Manejar las riendas: Να είναι επικεφαλής ή υπεύθυνος.
Παράδειγμα: Ella supo manejar las riendas de la empresa. (Ήξερε να είναι επικεφαλής της εταιρείας)
Manejar dinero: Να ασχολείται με τα οικονομικά.
Παράδειγμα: Él sabe manejar el dinero muy bien. (Ξέρει πώς να διαχειρίζεται καλά τα χρήματα)
Manejar las palabras: Να έχει την ικανότητα να εκφράζει τον εαυτό του με σαφήνεια.
Παράδειγμα: Siempre supo manejar las palabras adecuadamente. (Πάντα ήξερε να εκφράζει τον εαυτό του με τα κατάλληλα λόγια)
No sé manejar en este país: Δεν γνωρίζω πώς να κυκλοφορώ σε αυτή τη χώρα.
Παράδειγμα: Es normal tener dificultades al principio si no sabes manejar en este país. (Είναι φυσιολογικό να αντιμετωπίζεις δυσκολίες στην αρχή αν δεν ξέρεις να κυκλοφορείς σε αυτή τη χώρα)
Η λέξη "manejar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "manuāculāre", που σημαίνει "να τραβάω, να οδηγώ με το χέρι".
Συνώνυμα: - Conducir: Οδηγώ - Controlar: Ελέγχω - Dirigir: Καθοδηγώ
Αντώνυμα: - Descontrolar: Απορρυθμίζω - Perder el control: Χάνω τον έλεγχο