Το "manejo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/phɾ.eˈn̪e.xo/
Το "manejo" αναφέρεται στη διαδικασία ή την ικανότητα να διαχειρίζεσαι, να χειρίζεσαι ή να κατανέμεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως η διοίκηση, η οικονομία και η ψυχολογία. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε καθημερινές καταστάσεις και είναι πιο κοινό στον προφορικό λόγο από ό,τι στο γραπτό πλαίσιο.
Ο χειρισμός του χρόνου είναι κρίσιμος για την επιτυχία.
Su manejo de las finanzas familiares ha mejorado significativamente.
Η διαχείριση των οικογενειακών οικονομικών του έχει βελτιωθεί σημαντικά.
El manejo adecuado de los recursos naturales es esencial para la sostenibilidad.
Το "manejo" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Χειρισμός δύσκολων καταστάσεων.
Manejo de crisis.
Διαχείριση κρίσεων.
Manejo del estrés.
Διαχείριση του άγχους.
Manejo de conflictos.
Χειρισμός συγκρούσεων.
Manejo de emociones.
Η λέξη "manejo" προέρχεται από το ρήμα "manejar", που σημαίνει "να χειρίζεσαι" και έχει λατινικές ρίζες.
Συνώνυμα: - Administración - Control - Gestión
Αντώνυμα: - Descontrol - Confusión - Negligencia