manera - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

manera (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μετοχή

Φωνητική μεταγραφή: /maˈneɾa/

Σημασίες:

Η λέξη "manera" στα ισπανικά μπορεί να σημαίνει "τρόπος", "μέθοδος", "μανιέρα" ή "στάση". Χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, συχνά σε καθημερινές συνομιλίες ή σε κείμενα.

Εφόσον το ρήμα δόθηκε ως είσοδος από τον χρήστη, τα χρόνοι του ρήματος "manera" στις ισπανικές συζυτικές τους σχέσεις είναι: - Presente: yo mando, tú mandas, él/ella/usted manda, nosotros/nosotras mandamos, vosotros/vosotras mandáis, ellos/ellas/ustedes mandan - Pretérito perfecto simple: yo mandé, tú mandaste, él/ella/usted mandó, nosotros/nosotras mandamos, vosotros/vosotras mandasteis, ellos/ellas/ustedes mandaron - Futuro: yo mandaré, tú mandarás, él/ella/usted mandará, nosotros/nosotras mandaremos, vosotros/vosotras mandaréis, ellos/ellas/ustedes mandarán

Η μετοχή του ρήματος "manera" είναι "mandando".

Παραδείγματα:

  1. No me gusta su manera de actuar. (Δεν μου αρέσει ο τρόπος που ενεργεί.)
  2. Debes hacer las cosas de la manera correcta. (Πρέπει να κάνεις τα πράγματα με τον σωστό τρόπο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "manera" εισάγεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Παρακάτω παρατίθενται μερικές από αυτές:

  1. De todas maneras (Ούτως ή άλλως): Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι θα συμβεί ανεξαρτήτως του τι άλλο συμβαίνει.
    Παράδειγμα: De todas maneras, vamos a intentarlo. (Ούτως ή άλλως, θα το προσπαθήσουμε.)

  2. A toda marcha (Με όλη την ταχύτητα): Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα ή με μεγάλη ένταση.
    Παράδειγμα: Estamos trabajando a toda marcha para terminar el proyecto. (Δουλεύουμε με όλη την ταχύτητα για να ολοκληρώσουμε το έργο.)

  3. De ninguna manera (Με κανένα τρόπο): Χρησιμοποιείται για να αποκλείσει μια δυνατότητα ή ενέργεια.
    Παράδειγμα: De ninguna manera voy a aceptar eso. (Με κανένα τρόπο δεν θα αποδεχτώ αυτό.)

Ετυμολογία

Η λέξη "manera" προέρχεται από το λατινικό "manēra".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: τρόπος, μέθοδος, στάση
Αντώνυμα: ακατάλληλος, απρεπής