mango (ουσιαστικό)
/máŋɡo/
Η λέξη "mango" αναφέρεται σε ένα γλυκό, ζουμερό φρούτο που προέρχεται από τις τροπικές περιοχές, κυρίως της Ινδίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το φρούτο αυτό, το οποίο είναι δημοφιλές σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Αργεντινής και της Χιλής. Ο όρος χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη γαστρονομία ή την καλλιέργεια.
Me gusta comer mango en el desayuno.
(Μ' αρέσει να τρώω μάνγκο στο πρωινό.)
El mango que compré estaba muy maduro.
(Το μάνγκο που αγόρασα ήταν πολύ ώριμο.)
Hicimos un batido de mango para el almuerzo.
(Κάναμε ένα μιλκσέικ μάνγκο για το μεσημεριανό.)
Η λέξη "mango" επίσης χρησιμοποιείται σε σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως που σχετίζονται με την ονομασία μέρους ή την αναφορά σε δόξα και ευχαρίστηση.
- Tener el mango bien agarrado.
(Να κρατάς το μάνγκο καλά.)
Σημαίνει ότι κάποιος έχει τον έλεγχο ή κατέχει την κατάσταση.
Es un mango maduro para recoger.
(Είναι ένα ώριμο μάνγκο για να μαζέψεις.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι μια κατάσταση είναι ευνοϊκή για εκμετάλλευση ή επιτυχία.
No hay mango que no se pueda pelar.
(Δεν υπάρχει μάνγκο που δεν μπορεί να καθαριστεί.)
Υποδηλώνει ότι όλα τα προβλήματα έχουν λύσεις.
Η λέξη "mango" προέρχεται από το Πορτογαλικό "manga", το οποίο με τη σειρά του προήλθε από τη Σανσκριτική λέξη "आम्बा" (āmba), που σημαίνει φρούτο.
Συνώνυμα: - fruta (φρούτο) - dulce (γλυκό)
Αντώνυμα: - ácido (ξινό) - amargo (πικρό)