maniaco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

maniaco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

maniaco: ουσιαστικό, επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

[maˈnjako]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "maniaco" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει μια έντονη ή υπερβολική αφοσίωση ή εμμονή με κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους που είναι παθιασμένοι με δραστηριότητες ή ιδέες, συχνά σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός ή ακραίος. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και είναι πιο συνηθισμένη στη καθημερινή ομιλία και σε πιο ανεπίσημα περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El maníaco del gimnasio nunca se pierde un entrenamiento.
    (Ο μανιακός του γυμναστηρίου δεν χάνει ποτέ μια προπόνηση.)

  2. Ella es una maníaca de las redes sociales; pasa horas en su teléfono.
    (Αυτή είναι μανιακή με τα κοινωνικά δίκτυα; περνά ώρες στο τηλέφωνό της.)

  3. Los maníacos de la tecnología siempre buscan lo último en gadgets.
    (Οι μανιακοί της τεχνολογίας πάντα ψάχνουν τα τελευταία σε gadgets.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "maniaco" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "maniaco" προέρχεται από το λατινικό "maniācus," που σημαίνει "βλαμμένος ή άρρωστος, κυρίως λόγω μανίας."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - fanático (φανατικός) - obsesionado (εμμονικός)

Αντώνυμα: - indiferente (αδιάφορος) - racional (λογικός)



23-07-2024