maniaco: ουσιαστικό, επίθετο
[maˈnjako]
Η λέξη "maniaco" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει μια έντονη ή υπερβολική αφοσίωση ή εμμονή με κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους που είναι παθιασμένοι με δραστηριότητες ή ιδέες, συχνά σε βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός ή ακραίος. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και είναι πιο συνηθισμένη στη καθημερινή ομιλία και σε πιο ανεπίσημα περιβάλλοντα.
El maníaco del gimnasio nunca se pierde un entrenamiento.
(Ο μανιακός του γυμναστηρίου δεν χάνει ποτέ μια προπόνηση.)
Ella es una maníaca de las redes sociales; pasa horas en su teléfono.
(Αυτή είναι μανιακή με τα κοινωνικά δίκτυα; περνά ώρες στο τηλέφωνό της.)
Los maníacos de la tecnología siempre buscan lo último en gadgets.
(Οι μανιακοί της τεχνολογίας πάντα ψάχνουν τα τελευταία σε gadgets.)
Η λέξη "maniaco" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
"ser un maniaco del control"
(να είσαι μανιακός με τον έλεγχο)
Συχνά αναφέρεται σε ανθρώπους που θέλουν να ελέγχουν τα πάντα γύρω τους.
"maníaco por la perfección"
(μανιακός με την τελειότητα)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που επικεντρώνονται ακούραστα στην τελειότητα σε ότι κάνουν.
"maníaco de la limpieza"
(μανιακός με την καθαριότητα)
Χρησιμοποιείται για άτομα που είναι υπερβολικά καθαρά ή οργανωμένα.
"un maniaco de la velocidad"
(μανιακός με την ταχύτητα)
Αναφέρεται σε ένα άτομο που αγαπά την ταχύτητα ή την ταχύτητα σε αυτοκίνητα ή δραστηριότητες.
Η λέξη "maniaco" προέρχεται από το λατινικό "maniācus," που σημαίνει "βλαμμένος ή άρρωστος, κυρίως λόγω μανίας."
Συνώνυμα: - fanático (φανατικός) - obsesionado (εμμονικός)
Αντώνυμα: - indiferente (αδιάφορος) - racional (λογικός)