Το "maniatar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή είναι: [manjaˈtaɾ]
Το "maniatar" σημαίνει να δέσει τα χέρια κάποιου, συχνά χρησιμοποιούμενο σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με εγκλήματα ή απαγαγές. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά έγγραφα, ειδήσεις ή βιβλία, παρά σε καθημερινές προφορικές συνομιλίες.
Los ladrones maniataron al guardia de seguridad.
Οι κλέφτες δέσανε τον φύλακα ασφαλείας.
El sospechoso fue maniatar después de ser capturado.
Ο ύποπτος δέθηκε αφού πιάστηκε.
Η λέξη "maniatar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει περιορισμούς, είτε φυσικούς είτε μεταφορικούς.
No dejes que te maniaten las dudas.
Μην αφήσεις τις αμφιβολίες να σε περιορίσουν.
La burocracia puede maniatar el progreso de un proyecto.
Η γραφειοκρατία μπορεί να περιορίσει την πρόοδο ενός έργου.
El miedo puede maniatar nuestras decisiones.
Ο φόβος μπορεί να περιορίσει τις αποφάσεις μας.
Η λέξη προέρχεται από το "manos", που σημαίνει "χέρια" στα Ισπανικά, προσθέτοντας την κατάληξη -itar, που δηλώνει δράση.