Το "manicomio" είναι υποκείμενο και ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "manicomio" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /maniˈkomio/.
Η λέξη "manicomio" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε ιδρύματα ή νοσοκομεία που παρέχουν θεραπεία σε άτομα με ψυχικές παθήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο παλιές και παραδοσιακές εκφράσεις της ιατρικής και της κοινωνικής φροντίδας. Στη σύγχρονη χρήση, η λέξη μπορεί να έχει και αρνητική χροιά λόγω των κακών συνθηκών που συχνά συνδέονται με αυτού του είδους τις εγκαταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό.
Los pacientes en el manicomio reciben tratamiento especializado.
(Οι ασθενείς στο ψυχιατρείο λαμβάνουν ειδικευμένη θεραπεία.)
El manicomio fue cerrado por las condiciones inhumanas que se documentaron.
(Το ψυχιατρείο έκλεισε λόγω των απάνθρωπων συνθηκών που καταγράφηκαν.)
Es importante desterrar el estigma asociado al manicomio.
(Είναι σημαντικό να εξαλειφθεί το στίγμα που σχετίζεται με το ψυχιατρείο.)
Η λέξη "manicomio" μπορεί να χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ψυχική υγεία ή την τρέλα, συχνά για να εκφράσει σαρκασμό ή υπερβολή.
¡Este lugar es un manicomio!
(Αυτός ο τόπος είναι ένα ψυχιατρείο!) - που σημαίνει ότι ο τόπος είναι χαοτικός ή αναρχικός.
La situación se volvió un manicomio.
(Η κατάσταση μετατράπηκε σε ψυχιατρείο.) - που σημαίνει ότι η κατάσταση γίνεται δύσκολα διαχειρίσιμη.
Siento que estoy en un manicomio.
(Νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα ψυχιατρείο.) - μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάποιον που νιώθει πίεση ή υπερφόρτωση.
No quiero acabar en un manicomio.
(Δεν θέλω να τελειώσω σε ένα ψυχιατρείο.) - χρησιμοποιείται για να εκφράσει άγχος ή ανησυχία σχετικά με την ψυχική κατάσταση.
Η λέξη "manicomio" προέρχεται από την ιταλική λέξη "manicomio", η οποία συνδυάζει τη λατινική λέξη "mānis" (χέρι) και την ελληνική λέξη "kómi" (χώρος). Αρχικά αναφερόταν σε χώρους όπου οι άνθρωποι κρατούνταν.
Συνώνυμα: - Instituto psiquiátrico (ψυχιατρικό ίδρυμα) - Asilo (άσυλο)
Αντώνυμα: - Salud mental (ψυχική υγεία) - Libertad (ελευθερία)