Το "manido" είναι ένα επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /maˈnido/
Η λέξη "manido" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - καταπονημένος - κουρασμένος - που έχει παραγίνει/επαναλαμβανόμενο (σχετικά με ιδέες ή εκφράσεις)
Η λέξη "manido" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές, με αποτέλεσμα να έχει χάσει τη φρεσκάδα ή την πρωτοτυπία του. Είναι συχνά σε χρήση στον προφορικό λόγο και λιγότερο σε γραπτές εκφράσεις, αν και είναι γνωστή στη λογοτεχνία και την κριτική.
Προτάσεις:
1. Esa idea está manida y no sorprende a nadie.
(Αυτή η ιδέα είναι κουρασμένη και δεν εκπλήσσει κανέναν.)
Η λέξη "manido" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που υποδηλώνουν την υπερβολική ή φθαρμένη χρήση ένος όρου ή ιδέας:
El chiste ya está manido.
(Το αστείο είναι ήδη κουρασμένο.)
Esa frase se ha vuelto manida en el debate.
(Αυτή η φράση έχει γίνει κουρασμένη στη συζήτηση.)
Se dice que el manido tema de la guerra nunca pasará de moda.
(Λέγεται ότι το κουρασμένο θέμα του πολέμου ποτέ δεν θα βγει εκτός μόδας.)
Η λέξη "manido" προέρχεται από το ρήμα "manir", που σημαίνει «να χειρίζεσαι» ή «να καταπονείς», σχετιζόμενο με την ιδέα ότι κάτι έχει υποστεί πολλαπλή χρήση ή έχει εξαντληθεί.
Συνώνυμα: - Repetido (επανειλημμένος) - Trillado (χαλασμένος, φθαρμένος)
Αντώνυμα: - Original (πρωτότυπος) - Fresco (φρέσκος)