Ρήμα
/mani.puˈlaɾ/
Η λέξη manipular στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του χειρισμού ή της επηρεασμού κάποιου ή κάποιων πραγμάτων, συχνά με σκοπό να τοποθετήσει τους άλλους σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή να πάρε μια συγκεκριμένη έκβαση. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η ψυχολογία, η πολιτική, και η νομική.
Η χρήση της λέξης παρουσιάζει συχνά αυξημένη συχνότητα στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που αφορούν την ψυχολογία ή τη νομική, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Είναι εύκολο να χειριστείς τους ανθρώπους αν γνωρίζεις τις αδυναμίες τους.
No debes manipular la información para lograr tus objetivos.
Δεν πρέπει να χειρίζεσαι την πληροφορία για να πετύχεις τους στόχους σου.
Los políticos a menudo manipulan la opinión pública.
Η λέξη manipular συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την επιρροή και τη χειραγώγηση άλλων:
Αυτός πάντα ξέρει πώς να χειρίζεται τα νήματα πίσω από τη σκηνή.
Manipular la verdad (να χειρίζεσαι την αλήθεια)
Ορισμένοι άνθρωποι τείνουν να χειρίζονται την αλήθεια για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους.
Maniobrando y manipulando (ελιγμοί και χειρισμοί)
Στην πολιτική απαιτείται να ελίσσεσαι και να χειρίζεσαι συνέχεια.
Manipular a su antojo (να χειρίζεσαι κατά βούληση)
Η λέξη manipular προέρχεται από το λατινικό "manipulare", που σημαίνει "να χειριστώ με το χέρι". Η ρίζα "manu-" σχετίζεται με χέρι (manus), υποδεικνύοντας την έννοια του χειρισμού ή της επαφής.
Συνώνυμα: - manejar (να χειριστώ) - influir (να επηρεάσω) - controlar (να ελέγξω)
Αντώνυμα: - soltar (να αφήσω ελεύθερο) - liberar (να απελευθερώσω) - descuidar (να παραμελήσω)