Η φράση "mano de obra" είναι ουσιαστικό.
/má.no ðe ˈo.βɾa/
"Mano de obra" αναφέρεται στο σύνολο της εργασίας που εκτελείται από τους εργαζόμενους, συνήθως σε σχέση με την κατασκευή ή τις βιομηχανικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των επιχειρήσεων και της οικονομίας, για να περιγράψει την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας σε μια συγκεκριμένη αγορά. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε επαγγελματικά και οικονομικά κείμενα.
Η εταιρεία χρειάζεται περισσότερη εργασία για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
El costo de la mano de obra ha aumentado en los últimos años.
Το κόστος εργασίας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
La mano de obra cualificada es fundamental para el desarrollo de la industria.
Η φράση "mano de obra" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν: - Mano de obra barata - Δηλαδή "φθηνός εργασιακός δυναμικός". - Las fábricas a menudo buscan mano de obra barata en otros países. - Οι βιομηχανίες συχνά αναζητούν φθηνό εργασιακό δυναμικό σε άλλες χώρες.
Δηλαδή "ειδικευμένο εργατικό δυναμικό".
Mano de obra local
Η φράση "mano de obra" προέρχεται από τα ισπανικά, όπου η λέξη "mano" σημαίνει "χέρι" και η φράση "de obra" σημαίνει "της εργασίας". Η σύνθεση αυτή υποδηλώνει την έννοια της δύναμης εργασίας και της συμβολής των εργατών στην παραγωγή ή κατασκευή.
Συνώνυμα: - Personal (προσωπικό) - Fuerza laboral (εργατική δύναμη)
Αντώνυμα: - Ocio (ανάπαυση) - Inactividad (αδράνεια)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την έννοια και τη χρήση της φράσης "mano de obra" στη γλώσσα Ισπανικά.