Μέρος του λόγου: Φράση
Φωνητική μεταγραφή: /ˈmano de piˈlon/
Χρήση στα Ισπανικά: Η φράση "mano de pilón" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να υποδείξει ότι κάποιος κάνει κάτι με χέρι ή με τη δύναμη του χεριού, συνήθως αναφερόμενο σε κάτι που έγινε με έμφαση ή με αποφασιστικότητα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. Los niños mezclaron la masa de manera tradicional, amasando con la mano de pilón. (Τα παιδιά ανακάτεψαν τη ζύμη με τον παραδοσιακό τρόπο, αναγωγώντας με το χέρι τους με αποφασιστικότητα.)
Ετυμολογία: Η φράση "mano de pilón" προέρχεται από τη λαϊκή παράδοση και την εικόνα του pilón, ενός μικρού ξύλου που χρησιμοποιείται για να συνθλίψει ή να σπαραξει φαρδύ τροφή.
Συνώνυμα: χέρι, χειρονομία
Αντώνυμα: πόδι, πάντα
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Manejar la situación con mano de pilón. (Χειρισμός της κατάστασης με αποφασιστικότητα και ενέργεια.) 2. Golpear con mano de pilón. (Χτύπημα με δύναμη και αποφασιστικότητα.)