Το "manosear" είναι ρήμα.
/manoˈse.aɾ/
Η λέξη "manosear" αναφέρεται στη δράση του να αγγίζεις ή να χειρίζεσαι κάτι με τα χέρια, συνήθως με μια μορφή ενοχλητικής ή ανόητης ψηλάφησης. Η χρήση της είναι κοινή στην ισπανική γλώσσα και εμφανίζεται συχνά σε προφορικό αλλά και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να θεωρηθεί πιο οικεία στη συνομιλία.
Δεν μου αρέσει να με αγγίζουν χωρίς την άδειά μου.
Los niños suelen manosear los juguetes en la tienda.
Η λέξη "manosear" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να συναντηθεί σε ορισμένες προτάσεις:
Το να αγγίζεις την κατάσταση δεν θα λύσει το πρόβλημα.
Estoy cansado de que manoseen mis cosas.
Είμαι κουρασμένος από το να αγγίζουν τα πράγματά μου.
A veces, es mejor dejar de manosear y actuar.
Μερικές φορές, είναι καλύτερα να σταματήσεις να αγγίζεις και να δράσεις.
No deberías manosear los documentos importantes.
Η λέξη "manosear" προέρχεται από το "mano," που σημαίνει "χέρι" στα ισπανικά, συνδυάζοντας την έννοια της χειρονομίας και του αγγίγματος.
Συνώνυμα: - tocar (αγγίζω) - palpar (ψηλαφώ)
Αντώνυμα: - evitar (αποφεύγω) - dejar en paz (αφήνω ήσυχο)