Η λέξη "manteca" είναι ουσιαστικό.
Фωνητική μεταγραφή: /manˈte.ka/
Η λέξη "manteca" αναφέρεται σε ζωικό λίπος, κυρίως χοιρινό, που χρησιμοποιείται συνήθως στη μαγειρική για την παρασκευή πιάτων. Συνήθως προστίθεται σε φαγητά για να δώσει γεύση και υφή. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα σχετικά με τη μαγειρική και τη διατροφή.
En Andalucía, muchos platos tradicionales llevan manteca.
Στην Ανδαλουσία, πολλά παραδοσιακά πιάτα περιέχουν λαρδί.
La manteca se usa para hacer galletas y otros postres.
Το λαρδί χρησιμοποιείται για να φτιάξει μπισκότα και άλλα γλυκά.
Η λέξη "manteca" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε φράσεις που σχετίζονται με το φαγητό ή την καθημερινή ζωή.
"Estar más fresco que una manteca."
(Να είσαι πιο φρέσκος από λαρδί.)
Δηλώνει ότι κάποιος είναι απόλυτα άνετος και χωρίς άγχη.
"No hay manteca que no se derrita."
(Δεν υπάρχει λαρδί που να μην λιώσει.)
Σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορεί να αλλάξει με το χρόνο.
Η λέξη "manteca" προέρχεται από το λατινικό "manteca", το οποίο σχετίζεται με τη λέξη "manna" (καθώς λέγεται ότι το μάννα ήταν μια τροφή που προσφερόταν), και συνδέεται με την έννοια του λίπους ή της παχύτητας.
Συνώνυμα: - Grasa (λίπος) - Sebo (σεβός, πιο συγκεκριμένα ζωϊκού λίπους)
Αντώνυμα: - Magro (άπαχος) - Delgado (λεπτός)