Mantel είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /manˈtel/
Η λέξη "mantel" αναφέρεται συνήθως σε ένα κάλυμμα που χρησιμοποιείται σε τραπέζια για να τα προστατεύσει ή να διακοσμήσει. Χρησιμοποιείται επίσης για να αναφερθεί σε ένα ρούχο ή ένα είδος ενδύματος που καλύπτει τον κορμό. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αλλά οι αναφορές σε τραπεζομάντηλα είναι συχνότερες στον γραπτό λόγο, καθώς χρησιμοποιούνται σε περιβάλλοντα σχετικών με την κουζίνα ή την εστίαση.
Το τραπεζομάντηλο του τραπεζιού είναι λευκό.
Voy a comprar un mantel nuevo para la cena.
Παρόλο που η λέξη "mantel" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες φράσεις της καθημερινής γλώσσας στην Ισπανία και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως:
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε πατροπαράδοτες αξίες ή σχέσεις που συνδέουν τις οικογένειες.
Quien quita lo bailado (Ποιος θα αφαιρέσει αυτό που χορεύτηκε)
Η λέξη "mantel" προέρχεται από τα Λατινικά, όπου "mantellum" σημαίνει "κάλυμμα" ή "κρούστα". Αυτή η προέλευση δείχνει την αρχαία χρήση της λέξης σε σχέση με την έννοια της κάλυψης.
Συνώνυμα: - Cubierta (κάλυμμα) - Cobertor (υπόστρωμα)
Αντώνυμα: - Desnudo (γυμνό, χωρίς κάλυμμα) - Expuesto (εκτεθειμένο)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν έναν πλήρη προσανατολισμό στη λέξη "mantel" και τη χρήση της στη Ισπανική γλώσσα.