manteleta: ουσιαστικό (sustantivo)
/manteˈleta/
Η λέξη manteleta αναφέρεται συνήθως σε ένα ελαφρύ ρούχο ή πανωφόρι, συχνά φτιαγμένο από λεπτό ύφασμα, που φοριέται πάνω από τα ρούχα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε παραδοσιακές ή εορταστικές περιπτώσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση σε γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Η μαντελέτα που φοράς είναι πολύ κομψή για τη γιορτή.
Ella se puso la mantelta porque hacía frío en la noche.
Εκείνη φόρεσε την μαντελέτα γιατί έκανε κρύο το βράδυ.
El vestido necesita una mantelta para completar el look.
Η λέξη manteleta μπορεί να μην έχει πολλές πηγές σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις που την περιλαμβάνουν:
Να καλυφθείς με την μαντελέτα της παράδοσης.
No olvides tu mantelta en la celebración.
Μην ξεχάσεις την μαντελέτα σου στη γιορτή.
La mantelta que lleva representa la cultura local.
Η μαντελέτα που φοράει αντιπροσωπεύει την τοπική κουλτούρα.
Las abuelas siempre te dicen que una mantelta nunca está de más.
Η λέξη manteleta προέρχεται από την ισπανική λέξη "mante", που σημαίνει «καλύπτω», με την προσθήκη της κατάληξης "-leta", που δίνει μια μικρότερη ή δευτερεύουσα έννοια.
Συνώνυμα: - chal (σάλι) - capa (μανδύας)
Αντώνυμα: - desnudez (γυμνότητα) - destape (ξεγύμνωμα)