Η λέξη "mantelete" είναι ουσιαστικό.
/manteˈlete/
Η λέξη "mantelete" αναφέρεται σε ένα είδος κάλυμμα ή παλτό που χρησιμοποιείται παραδοσιακά σε διάφορες κουλτούρες. Στον στρατό, μπορεί να αναφέρεται σε μια σκούφια ή ένα κάλυμμα που χρησιμοποιείται για προστασία ή μόνωση. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε σύγχρονα συμφραζόμενα και πιο συχνά στον ιστορικό ή πολιτιστικό τομέα. Η χρήση της κατά πλειοψηφία συμβαδίζει με γραπτές αναφορές, ενώ είναι λιγότερο συχνά συναντώμενη στον προφορικό λόγο.
Ο στρατιώτης καλύφθηκε με ένα παλτό κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
En la antigua España, el mantelete era una prenda común.
Η λέξη "mantelete" δεν έχει συνηθισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές που σχετίζονται με την προστασία ή την διακόσμηση.
Μερικές φορές, τις κρύες νύχτες, οι παππούδες χρησιμοποιούν ένα παλτό για να παραμείνουν ζεστοί.
El mantelete blanco de la abuela adornaba la mesa en las festividades.
Η λέξη "mantelete" προέρχεται από το λατινικό "mantellum", που σημαίνει "κάλυμμα" ή "παλτό".
Συνώνυμα: - capa (κάλυμμα) - abrigo (παλτό)
Αντώνυμα: - desnudo (γυμνός) - descubierto (ξεσκεπασμένος)