Η φωνητική μεταγραφή του "mantenerse" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /manteˈneɾse/.
Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό
να διατηρείται
να παραμένει
να κρατιέται
Σημασία της λέξης
Η λέξη "mantenerse" σημαίνει να διατηρείς ή να παραμένεις σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, θέση, ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ανάγκη για σταθερότητα ή συνέπεια. Η συχνότητά της είναι σχετική και χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και παρατηρείται περισσότερο στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων
Es importante mantenerse enfocado en los objetivos.
Είναι σημαντικό να διατηρείται η εστίαση στους στόχους.
Debemos mantenernos unidos en la adversidad.
Πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι στην adversidad.
Ella se esfuerza por mantenerse en forma.
Αυτή προσπαθεί να κρατιέται σε καλή φόρμα.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Το "mantenerse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
Mantenerse a flote
Σημαίνει να κρατάς το επίπεδο και να μην βυθίζεσαι.
Es difícil mantenerse a flote en tiempos de crisis.
Είναι δύσκολο να κρατάς το επίπεδο σε εποχές κρίσης.
Mantenerse firme
Σημαίνει να παραμένεις σταθερός ή αμετάβλητος.
Necesito mantenerme firme en mi decisión.
Χρειάζομαι να παραμείνω σταθερός στην απόφασή μου.
Mantenerse al margen
Σημαίνει να παραμένεις έξω από μια κατάσταση ή να μη συμμετέχεις.
Es mejor mantenerse al margen de ese conflicto.
Είναι καλύτερο να παραμείνεις έξω από αυτή τη σύγκρουση.
Mantenerse en la línea
Σημαίνει να παραμένεις πιστός σε μια κατεύθυνση ή σε μια στρατηγική.
Es crucial mantenerse en la línea de la empresa.
Είναι κρίσιμο να μείνουμε πιστοί στην κατεύθυνση της εταιρείας.
Mantenerse actualizado
Σημαίνει να διατηρείς την ενημέρωση σχετικά με νέες εξελίξεις.
Es importante mantenerse actualizado sobre las tendencias del mercado.
Είναι σημαντικό να παραμένεις ενημερωμένος σχετικά με τις τάσεις της αγοράς.
Ετυμολογία της λέξης
Το "mantenerse" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "manu tenere", που σημαίνει "να κρατάς με το χέρι". Εξελίχθηκε με τη χρήση του προθέματος "man" (χέρι) και του ρήματος "tener" (έχω).