Η λέξη "mantequilla" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στον ενικός αριθμός.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "mantequilla" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /manteˈkiʝa/.
Η λέξη "mantequilla" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "βούτυρο".
Η "mantequilla" αναφέρεται σε ένα προϊόν που προέρχεται από το γάλα και χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Είναι γνωστή για την κρεμώδη υφή και τη γλυκιά γεύση της. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικές και γραπτές συνομιλίες σχετικά με το μαγείρεμα, τη διατροφή και την παρασκευή τροφίμων. Η χρήση της είναι συχνή, ιδίως στην καθημερινή γλώσσα.
Me gusta poner mantequilla en mi tostada.
(Μου αρέσει να βάζω βούτυρο στη φρυγανιά μου.)
La mantequilla derretida es ideal para cocinar.
(Το λιωμένο βούτυρο είναι ιδανικό για μαγείρεμα.)
Puedes combinar mantequilla con azúcar para hacer galletas.
(Μπορείς να συνδυάσεις βούτυρο με ζάχαρη για να φτιάξεις μπισκότα.)
Η λέξη "mantequilla" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές φράσεις:
Caer como mantequilla.
(Να πέφτω σαν το βούτυρο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι πολύ εύκολος ή απαλός.
Μετάφραση: (Είναι πολύ εύκολο να συμβεί.)
No hay mantequilla que valga.
(Δεν υπάρχει βούτυρο που να αξίζει.)
Σημαίνει ότι κάτι δεν έχει αξία ή δεν είναι σημαντικό.
Μετάφραση: (Δεν έχει σημασία.)
Untar mantequilla a alguien.
(Να αλείφω κάποιον με βούτυρο.)
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την κολακεία ή τη γλυκύτητα προς κάποιον.
Μετάφραση: (Κολακεύω κάποιον.)
Η λέξη "mantequilla" προέρχεται από τη λατινική λέξη "manteca", που σημαίνει βούτυρο. Το -illa στο τέλος της λέξης είναι μια οπισθογέννηση που χρησιμοποιείται για να παραγόνει το diminutivo (μικρότερο ή πιο αγαπησιάρικο).
Συνώνυμα:
- manteca (βούτυρο, λίπος από γάλα)
Αντώνυμα:
- margarina (μαργαρίνη)
Η "mantequilla" είναι ιδιαίτερα γνώριμη στους Ισπανούς και χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές τους συνήθειες, όπως σε γεύματα, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και παρασκευές.