Η λέξη "manual" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "manual" στα Ισπανικά είναι /ma.nwal/.
Η λέξη "manual" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το χέρι ή κάτι που απαιτεί φυσική εργασία. Στη γλώσσα των Ισπανικών χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε διαδικασίες ή οδηγίες που εκτελούνται χειροκίνητα. Χρησιμοποιείται με σχετική συχνότητα και στις δύο μορφές (προφορικός και γραπτός λόγος), αν και είναι πιο κοινό σε τεχνικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα.
Ο τεχνικός διάβασε το χειρίδιο πριν αρχίσει τη επισκευή.
Necesitamos un manual de instrucciones para usar este dispositivo.
Η λέξη "manual" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ο χειροκίνητος οδηγός χρήστη είναι πολύ χρήσιμος για να καταλάβετε τη συσκευή.
Trabajo manual - Χειρονακτική εργασία
Να κάνεις χειρονακτική εργασία μπορεί να είναι πολύ ικανοποιητικό.
Hacer algo de manera manual - Να κάνεις κάτι με το χέρι
Προτιμώ να κάνω τα πράγματα με το χέρι όταν έχω χρόνο.
Instrucciones manuales - Χειροκίνητες οδηγίες
Οι χειροκίνητες οδηγίες είναι απαραίτητες για να ακολουθήσετε τη διαδικασία.
Técnica manual - Χειρονακτική τεχνική
Η λέξη "manual" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "manuālis", που σημαίνει "του χεριού", από το "manus", που σημαίνει "χέρι".