Το "maquillar" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: [makilar].
Η λέξη "maquillar" αναφέρεται στη διαδικασία της εφαρμογής καλλυντικών στο πρόσωπο για σκοπούς αισθητικής ή για ειδικές παραστάσεις, όπως στο θέατρο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην ισπανική γλώσσα, και είναι σύνηθες και στον προφορικό λόγο αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε συζητήσεις σχετικά με την ομορφιά, το μακιγιάζ και την τέχνη του θεάτρου.
Ella va a maquillarse para la fiesta.
(Αυτή θα βαφτεί για το πάρτι.)
El actor necesita maquillarse antes de salir a escena.
(Ο ηθοποιός χρειάζεται να βαφτεί πριν βγει στη σκηνή.)
Siempre me gusta maquillar mis ojos en eventos especiales.
(Πάντα μου αρέσει να βάφω τα μάτια μου σε ειδικές εκδηλώσεις.)
Σε χρήση ιδιωματικών εκφράσεων, η λέξη "maquillar" μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Maquillar la verdad.
(Να καλύψω την αλήθεια.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να αποκρύπτει ή να διαστρεβλώνει την αλήθεια.
Maquillar un problema.
(Να καλύψω ένα πρόβλημα.) - Συχνά αναφέρεται στο να προσπαθεί κανείς να αποκρύψει ή να μειώσει την σοβαρότητα ενός προβλήματος.
Maquillarse para impresionar.
(Να βαφτώ για να εντυπωσιάσω.) - Αναφέρεται στην προσπάθεια να εντυπωσιάσει κανείς άλλους μέσω της εμφάνισής του.
Maquillar un evento.
(Να διακοσμήσω μια εκδήλωση.) - Χρησιμοποιείται και για την προετοιμασία ενός γεγονότος με προσοχή στις λεπτομέρειες.
No necesitas maquillar tu personalidad.
(Δεν χρειάζεσαι να καλύπτεις την προσωπικότητά σου.) - Σημαίνει ότι πρέπει να είσαι αυθεντικός και να μην προσποιείσαι.
Η λέξη "maquillar" προέρχεται από το γαλλικό "maquillage", που σημαίνει "μακιγιάζ", και έχει ετυμολογικές ρίζες που σχετίζονται με τη γαλλική πρακτική της χρήσης καλλυντικών.
Συνώνυμα:
- Embellecer (να ομορφύνω)
- Pintar (να ζωγραφίσω, με την έννοια της εφαρμογής καλλυντικών)
Αντώνυμα:
- Desmaquillar (να αφαιρώ το μακιγιάζ)
- Descubrir (να αποκαλύψω)