maravilla είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/maɾaˈβiʎa/
Η λέξη maravilla σημαίνει "θαύμα" ή "θαυμαστό πράγμα". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί έκπληξη ή δέος, όπως τα θαύματα της φύσης ή έργα τέχνης. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και μπορεί να συναντηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται λίγο περισσότερο σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα.
Το θαύμα της φύσης μας αφήνει άφωνους.
Fue una maravilla ver aquella obra de arte.
Ήταν θαυμάσιο να δω εκείνο το έργο τέχνης.
La maravilla de la arquitectura antigua es impresionante.
Η λέξη maravilla χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Είναι θαύμα.
Hacer maravillas.
Κάνω θαύματα (χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος επιτυγχάνει κάτι απίθανο).
Maravilla de la ciencia.
Το νέο τηλέφωνο κάνει θαύματα.
Esta comida es una maravilla para el paladar.
Αυτή η φαγητό είναι ένα θαύμα για τον ουρανίσκο.
Maravillas del mundo.
Η λέξη maravilla προέρχεται από το λατινικό "mirabilia", που σημαίνει "τα θαυμαστά" ή "το αποκαλυπτικό". Έχει τις ρίζες της στη λέξη "miror", που σημαίνει "εκπλήσσομαι".