Το "marcado" είναι επίθετο και μετοχή του ρήματος "marcar".
Φωνητική μεταγραφή: [maɾˈkaðo]
Η λέξη "marcado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σαφώς καθορισμένο, αναγνωρίσιμο ή διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα όπως στη φωτεινότητα ενός χρώματος ή την έμφαση που δίνεται σε μια ιδέα ή χαρακτηριστικό. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.
El año pasado fue marcado por muchos cambios.
(Το περασμένο έτος χαρακτηρίστηκε από πολλές αλλαγές.)
Su reacción fue marcada por la sorpresa.
(Η αντίδρασή του χαρακτηρίστηκε από την έκπληξη.)
Η λέξη "marcado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Αναφέρεται στην πεποίθηση ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει από την προγραμματισμένη του ζωή.
Con un marcado interés en la ciencia.
(Με έντονο ενδιαφέρον για την επιστήμη.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μεγάλη προτίμηση ή πάθος για ένα συγκεκριμένο τομέα.
Presentar una personalidad marcada.
(Να παρουσιάσει μια έντονα διαμορφωμένη προσωπικότητα.)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι κάποιος έχει ξεκάθαρα και διακριτά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητά του.
Llevar un marcado estilo personal.
(Να έχεις έναν έντονο προσωπικό στυλ.)
Η λέξη "marcado" προέρχεται από το ρήμα "marcar", το οποίο σημαίνει "να σημειώνω" ή "να καθορίζω". Οι ρίζες του ενδέχεται να σχετίζονται με λατινικές λέξεις όπως "marca" (σήμα).
Συνώνυμα: - señalado - evidente - distintivo
Αντώνυμα: - oculto (κρυμμένος) - difuso (αόριστος) - indistinto (αδιάφορος)