marcado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

marcado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "marcado" είναι επίθετο και μετοχή του ρήματος "marcar".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [maɾˈkaðo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "marcado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σαφώς καθορισμένο, αναγνωρίσιμο ή διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα όπως στη φωτεινότητα ενός χρώματος ή την έμφαση που δίνεται σε μια ιδέα ή χαρακτηριστικό. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El año pasado fue marcado por muchos cambios.
    (Το περασμένο έτος χαρακτηρίστηκε από πολλές αλλαγές.)

  2. Su reacción fue marcada por la sorpresa.
    (Η αντίδρασή του χαρακτηρίστηκε από την έκπληξη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "marcado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

  1. Estar marcado por el destino.
    (Να είσαι καθορισμένος από τη μοίρα.)
  2. Αναφέρεται στην πεποίθηση ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει από την προγραμματισμένη του ζωή.

  3. Con un marcado interés en la ciencia.
    (Με έντονο ενδιαφέρον για την επιστήμη.)

  4. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει μεγάλη προτίμηση ή πάθος για ένα συγκεκριμένο τομέα.

  5. Presentar una personalidad marcada.
    (Να παρουσιάσει μια έντονα διαμορφωμένη προσωπικότητα.)

  6. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι κάποιος έχει ξεκάθαρα και διακριτά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητά του.

  7. Llevar un marcado estilo personal.
    (Να έχεις έναν έντονο προσωπικό στυλ.)

  8. Αναφέρεται στη μοναδικότητα και την ιδιαίτερη αίσθηση του στυλ κάποιου.

Ετυμολογία

Η λέξη "marcado" προέρχεται από το ρήμα "marcar", το οποίο σημαίνει "να σημειώνω" ή "να καθορίζω". Οι ρίζες του ενδέχεται να σχετίζονται με λατινικές λέξεις όπως "marca" (σήμα).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - señalado - evidente - distintivo

Αντώνυμα: - oculto (κρυμμένος) - difuso (αόριστος) - indistinto (αδιάφορος)



23-07-2024