Ρήμα
/marˈkaɾ/
Η λέξη "marcar" σημαίνει "να σημειώνω" ή "να σημαδεύω" και χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η καθημερινή ζωή, η οικονομία και η νομική. Σε γενικές γραμμές, αναφέρεται στην πράξη του να θέλεις να επισημάνεις κάτι ή να καθορίσεις ένα σημείο (π.χ. σε ένα έγγραφο ή σε ένα παιχνίδι).
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, ενώ είναι επίσης κοινή και σε γραπτές επικοινωνίες.
Θα σημειώσω το ημερολόγιό μου για το ραντεβού.
Es importante marcar los objetivos antes de comenzar el proyecto.
Η λέξη "marcar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Πάντα προσπαθούμε να κάνουμε τη διαφορά στη δουλειά μας.
Marcar el paso
Ο αρχηγός της ομάδας πρέπει να καθορίσει τον ρυθμό για τους άλλους.
Marcar territorio
Η λέξη "marcar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "marca", που σημαίνει "σήμα" ή "σφραγίδα".
Συνώνυμα:
- Señalar (να υποδεικνύω)
- Destacar (να τονίζω)
Αντώνυμα:
- Pasar desapercibido (να περάσει απαρατήρητο)
- Ignorar (να αγνοώ)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τις βασικές πτυχές της λέξης "marcar" στα Ισπανικά.