Η λέξη "marcha" είναι κυρίως ουσιαστικό.
/már.t͡ʃa/
Η λέξη "marcha" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην μουσική, τη στρατιωτική, την πολιτική και γενικά στην καθημερινή ζωή. Η σημασία της ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο. Μπορεί να αναφέρεται σε μια πορεία ή κίνηση, είτε φυσική είτε μεταφορική, ενώ συνδέεται και με ρυθμούς στην μουσική. Στη γλώσσα των ισπανόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La marcha de los estudiantes fue pacífica.
(Η πορεία των φοιτητών ήταν ειρηνική.)
El director de la banda marcó el ritmo de la marcha.
(Ο διευθυντής της μπάντας καθόρισε τον ρυθμό της πορείας.)
Η λέξη "marcha" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
A marcha forzada.
(Με επιταχυνόμενο ρυθμό.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που προχωράει γρήγορα, συχνά με πίεση.
Estar en marcha.
(Να είσαι σε κίνηση.)
Σημαίνει ότι κάτι έχει αρχίσει ή βρίσκεται σε εξέλιξη.
Dar marcha atrás.
(Ανακαλώ ή γυρίζω πίσω.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος αλλάζει γνώμη ή απόφαση.
No hay marcha atrás.
(Δεν υπάρχει επιστροφή.)
Μεταφορικά σημαίνει ότι δεν μπορείς να αναιρέσεις μια απόφαση ή ενέργεια.
Η λέξη "marcha" προέρχεται από το λατινικό "marcha," που σημαίνει "πορεία" ή "κίνημα."
Συνώνυμα: - carrera (δρομολόγηση) - camino (μονοπάτι) - avance (προχώρημα)
Αντώνυμα: - detención (στάθμευση) - paro (παύση) - freno (φρένο)
Η λέξη "marcha" έχει πολλές πτυχές και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικίλες καταστάσεις στην καθημερινή γλώσσα των ισπανόφωνων.