Η λέξη "marchante" είναι ουσιαστικό.
/maɾˈʧante/
Η λέξη "marchante" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε κάποιον που πουλά προϊόντα, συνήθως σε δημόσιες αγοραστικές ή εμπορικές εκδηλώσεις. Συχνά συνδέεται με αγορές που συμβαίνουν σε υπαίθριους χώρους ή σε αγορές δρόμου. Γενικά, η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με το εμπόριο.
El marchante vendía frutas frescas en el mercado.
(Ο έμπορος πουλούσε φρέσκα φρούτα στην αγορά.)
Se convirtió en marchante para ayudar a su familia.
(Έγινε πωλητής για να βοηθήσει την οικογένειά του.)
Los marchantes ofrecían productos típicos de la región.
(Οι έμποροι προσέφεραν τυπικά προϊόντα της περιοχής.)
Η λέξη "marchante" περιλαμβάνεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, αν και δεν είναι τόσο διαδεδομένη σε γραπτό λόγο. Κάποιες εκφράσεις μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστές, αλλά μπορούμε να δώσουμε μερικές παραδείγματα:
El marchante del arte sabe fijar buenos precios.
(Ο έμπορος τέχνης ξέρει να καθορίζει καλές τιμές.)
Siempre he admirado a los marchantes de antigüedades.
(Πάντα θαύμαζα τους εμπόρους αρχαιοτήτων.)
Un buen marchante es clave para el éxito de un negocio.
(Ένας καλός έμπορος είναι κλειδί για την επιτυχία μιας επιχείρησης.)
Η λέξη "marchante" προέρχεται από το ρήμα "marchar", που σημαίνει "να προχωρώ" ή "να πηγαίνω" και συχνά χρησιμοποιείται σε σχέση με την κίνηση προϊόντων στην αγορά.
Συνώνυμα: - vendedor (πωλητής) - comerciante (έμπορος)
Αντώνυμα: - comprador (αγοραστής) - consumidor (καταναλωτής)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "marchante" με αρκετές σχετικές λεπτομέρειες για την κατανόησή της στη γλώσσα Ισπανικά.