Ρήμα
/marˈχaɾ/
Η λέξη "marchar" σημαίνει να προχωράς ή να τρέχεις, μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια στρατιωτική πορεία ή να διαμαρτύρεσαι. Χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και συναντάται πιο συχνά σε στρατιωτικά και πολιτικά πλαίσια.
Οι στρατιώτες θα προχωρήσουν στο μέτωπο.
Decidí marchar en la protesta por el cambio climático.
Η λέξη "marchar" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Él siempre marcha a la cabeza en los proyectos de la empresa.
Marchar como un reloj
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι λειτουργεί με ακρίβεια.
El plan marcha como un reloj, todo está bajo control.
A marchas forzadas
Σημαίνει να προχωράς γρήγορα λόγω αναγκών.
Η λέξη "marchar" προέρχεται από το γαλλικό ρήμα "marcher" που σημαίνει "να προχωράς" και έχει ρίζες στο λατινικό "marcare" που σημαίνει "να αφήνεις σημάδι".
Συνώνυμα: - Avanzar (προχωρώ) - Caminar (περπατώ) - Progresar (προχωρώ/ προοδεύω)
Αντώνυμα: - Detener (σταματώ) - Retroceder (πισωγυρίζω)