Η λέξη "marea" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "marea" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /maˈɾea/.
Οι κυριότερες μεταφράσεις της λέξης "marea" στα Ελληνικά είναι: - παλίρροια - ρεύμα (σε συγκεκριμένες χρήσεις)
Η λέξη "marea" αναφέρεται στις περιοδικές ανυψώσεις και υποχωρήσεις του θαλάσσιου επιπέδου, που προκαλούνται κυρίως από την βαρυτική επίδραση της Σελήνης και του Ήλιου. Χρησιμοποιείται στη γεωγραφία, τη ναυτιλία και τις θαλάσσιες επιστήμες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν την επιστήμη και τη φύση, αλλά χρησιμοποιείται και στην καθημερινή γλώσσα.
La marea sube y baja en la playa.
Η παλίρροια ανεβαίνει και κατεβαίνει στην παραλία.
Es importante conocer la marea antes de salir a navegar.
Είναι σημαντικό να γνωρίζεις την παλίρροια πριν φύγεις για να πλεύσεις.
Η λέξη "marea" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ir a la marea.
Να ακολουθήσεις τη ροή (να προσαρμοστείς στις συνθήκες).
Μετάφραση: Να προσαρμοστείς στις συνθήκες.
Estar a merced de la marea.
Να είσαι στη διάθεση της παλίρροιας (να είσαι αβοήθητος ή χωρίς έλεγχο).
Μετάφραση: Να είσαι αβοήθητος ή χωρίς έλεγχο.
Bajo la marea de problemas.
Κάτω από την πλημμύρα προβλημάτων.
Μετάφραση: Κάτω από την πλημμύρα προβλημάτων.
Η λέξη "marea" προέρχεται από την λατινική λέξη "mare," που σημαίνει "θάλασσα," με την αφοσίωση στη σημασία της θαλάσσιας αύξησης και μείωσης του ύδατος.
Συνώνυμα: - flujo (ρεύμα) - subida (άνοδος)
Αντώνυμα: - bajada (κάθοδος) - sequía (ξηρασία)