Το "marearse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /maɾeˈaɾse/
Το "marearse" σημαίνει την αίσθηση ζάλης ή ναυτίας, συχνά λόγω της κίνησης, όπως σε πλοίο ή αυτοκίνητο. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει την αίσθηση της αδυναμίας ή του αποπροσανατολισμού που μπορεί να προκληθεί από άλλες αιτίες. Είναι λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ισχυρή παρουσία στις καθημερινές συνομιλίες.
Me mareé en el barco mientras navegábamos.
(Ζαλίστηκα στο πλοίο καθώς πλεύραμε.)
No puedo comer antes de viajar en autobús, porque me mareo fácilmente.
(Δεν μπορώ να φάω πριν ταξιδέψω με το λεωφορείο, γιατί ζαλίζομαι εύκολα.)
Si miro hacia abajo desde gran altura, me mareo.
(Αν κοιτάξω προς τα κάτω από μεγάλο ύψος, ζαλίζομαι.)
Η λέξη "marearse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις εντός της ισπανικής γλώσσας:
No me marees con tantos problemas.
(Μην με ζαλίζεις με τόσα προβλήματα.)
Te vas a marear si sigues dando vueltas.
(Θα ζαλίστηκες αν συνεχίσεις να κάνεις κύκλους.)
Me mareo de pensar en tantas cosas.
(Ζαλίζομαι που σκέφτομαι τόσα πράγματα.)
Το "marearse" προέρχεται από το "mar", που σημαίνει "θάλασσα", υποδηλώνοντας την αρχική του σύνδεση με την ναυτία που μπορεί να προκληθεί στη θάλασσα. Η ρίζα του συνδέεται με την κίνηση και την αλλαγή κατεύθυνσης.
Συνώνυμα: - desmayarse (λιποθυμώ) - aturdirse (μπερδεύομαι)
Αντώνυμα: - estabilizarse (σταθεροποιούμαι) - aclararse (καθαρίζω/γίνομαι σαφής)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "marearse" και τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.