Η λέξη “marginal” είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης “marginal” σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /maʁ.χiˈnal/.
Η λέξη “marginal” αναφέρεται σε κάτι που βρίσκεται ή είναι τοποθετημένο στην άκρη ή περιφέρεια. Μπορεί να υποδηλώνει καταστάσεις ή γεγονότα που είναι δευτερεύοντα ή ασήμαντα σε σύγκριση με τα κύρια ή πιο σημαντικά θέματα. Στην ισπανική γλώσσα, υπάρχει μια συχνότητα χρήσης της λέξης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο σε ακαδημαϊκά ή επίσημα περιβάλλοντα.
El impacto de la política marginal es difícil de medir.
(Η επίδραση της περιθωριακής πολιτικής είναι δύσκολο να μετρηθεί.)
Las comunidades marginales a menudo carecen de recursos.
(Οι περιθωριακές κοινότητες συχνά στερούνται πόρων.)
El argumento marginal no fue considerado en el debate.
(Το περιθωριακό επιχείρημα δεν θεωρήθηκε στη συζήτηση.)
Η λέξη “marginal” συχνά εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν την έννοια των περιθωρίων ή της ασήμαντης θέσης. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Vivir en la marginalidad.
(Να ζεις στην περιθωριακότητα.)
Es un tema marginal en la conversación.
(Είναι ένα περιθωριακό θέμα στη συζήτηση.)
El autor aborda el problema desde una perspectiva marginal.
(Ο συγγραφέας προσεγγίζει το πρόβλημα από μια περιθωριακή προοπτική.)
La justicia marginal es una lucha constante.
(Η περιθωριακή δικαιοσύνη είναι μια συνεχής μάχη.)
Su opinión es marginal en esta discusión.
(Η γνώμη του είναι περιθωριακή σε αυτή τη συζήτηση.)
Η λέξη “marginal” προέρχεται από το λατινικό “marginalis”, που σημαίνει "από το περιθώριο" ή "σχετικά με την άκρη".
insignificante
Αντώνυμα: